αγερολάμνω

αγερολάμνω
αμτβ., πετώ στον αέρα κουνώντας τα φτερά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αγερολάμνω — βλ. αερολάμνω …   Dictionary of Greek

  • αερολάμνω — και αγερολάμνω λάμνω, κωπηλατώ, πετώ στον αέρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”